μ(ε)ίγνυμι

μ(ε)ίγνυμι
+ V 2-1-1-2-0=6 Gn 30,40; Ex 30,35; 2 Kgs 18,23; Is 36,8; Ps 105(106),35
A: to mingle with [τι εἴς τι] Gn 30,40
P: to be mingled among, to live with [ἔν τισι] Ps 105(106),35; to make an agree-ment with [τινι] 2 Kgs 18,23; to be mixed, to be compounded Ex 30,35
*Prv 14,16 μίγνυται he joins with-מתערב for MT מתעבר he becomes angry?
Cf. HELBING 1928, 250-251; WALTERS 1973, 31
(→ἀναμ(ε)ίγνυμι, ἐπιμ(ε)ίγνυμι, καταμ(ε)ίγνυμι, προσμ(ε)ίγνυμι, συγκαταμ(ε)ίγνυμι, συμμ(ε)ίγνυμι, συναναμ(ε)ίγνυμι,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραμ(ε)ίγνυμι — και παραμ(ε)ιγνύω Α 1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι 2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • προμ(ε)ίγνυμι — Α [μ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύομαι προηγουμένως 2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προσαναμ(ε)ίγνυμι — Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ ανακατεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπροσμ(ε)ίγνυμι — Α συναναστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ [ἐπιμ(ε)ίγνυμι] ανακατεύω μαζί …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • αδελφομίκτης — και αδελφομείκτης, ο αυτός που εχει διαπράξει αδελφομιξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μ(ε)ιγνύω, μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αμιγής — ές (Α ἀμιγής) αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός μσν. παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • θερμομιγής — θερμομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. εμίγην τού μ[ε]ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • θολομιγής — θολομιγής, ές (Α) ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + μιγής (< θ. μιγ πρβλ. ε μίγ ην τού μ(ε)ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, αμφι μιγής, θερμο μιγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”